- ιδιαζόντως
- (ΑΜ ἰδιαζόντως)επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπομσν.1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια2. διακεκριμέναμσν.-αρχ.ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων τού ρ. ιδιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
особь — (79) пр. и нар. I. Пр. нескл. Отдельный: тъ ѥсть дѣвьствьнъ. не иже тѣло своѥ хранить. ѿ съвъкѹплени˫а несквьрньно. нъ стыдѧисѧ ѥгда особь бываѥть. СбТр XII/XIII, 174 об.; проклѧтъ ѥго [Нестория] сборъ, ѥдинѹ же х҃а i б҃а наше(г) особь ѹпостась и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek